- ζωοτροφώ
- (ε) 1. αμετ. заниматься животноводством, откормом скота;2. μετ. снабжать провизией, продуктами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζωοτροφώ — (I) (Μ ζωοτροφῶ, έω) [ζωοτρόφος (Ι)] εφοδιάζω κάποιον με τρόφιμα, παρέχω ζωοτροφίες μσν. μέσ. ζωοτροφούμαι, έομαι τρέφομαι, συντηρούμαι. (II) (AM ζωοτροφῶ, έω) [ζωοτρόφος (ΙΙ)] τρέφω ζώα, συντηρώ ζώα, επιδίδομαι στη ζωοπαραγωγή αρχ. 1. τρέφω ή… … Dictionary of Greek